του Σταύρου Γκουγκουσκίδη
Άνθρωποι με τους οποίους μιλάω στο γραφείο μου, μου περιγράφουν παιδικά χρόνια με τραγικές, κατά δήλωσή τους, αφηγήσεις. Περιγράφουν περιόδους ζωής που θυμούνται τον εαυτό τους να περιμένουν, να προσδοκούν, να προσπαθούν, να κοιτάνε στα μάτια ανθρώπους σημαντικούς γι αυτούς και να περιμένουν την επιβεβαίωση. Να περιμένουν ένα «μπράβο», μια αναγνώριση της προσπάθειας, μία ανταμοιβή για ό,τι έχουν καταφέρει. Το θέλουν, το ζητάνε, το έχουν ανάγκη. Το δηλώνουν πια. Μπορούν, όχι πάντα ανώδυνα, να το παραδεχτούν. Να το πουν. Να το αφηγηθούν.
Στις αφηγήσεις τους κυριαρχεί το συναίσθημα της απογοήτευσης. Νιώθουν ότι, αν και έχουν προσπαθήσει αρκετά, εν τούτοις, δεν έχουν καταφέρει όσα θα ήθελαν. Δεν έχουν πάρει όση επιβράβευση έχουν ανάγκη. Συχνά, αναφέρονται στον εαυτό τους, ως ανθρώπους που είναι καταδικασμένοι να είναι ανικανοποίητοι. Και αυτό το συνεχίζουν. Το πάνε ακόμα πιο μακριά. Το μετατρέπουν σε ιδιότητά τους. Χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς τους, το λένε. Το ονομάζουν έτσι και το φοράνε επάνω τους. Σαν ρούχο. Σαν στυλ. Σαν κάτι που τους δίνει ταυτότητα. Ένα από τα στοιχεία της ταυτότητάς τους. Αλλά από τα πιο καθοριστικά.
Τους καθορίζει, λένε, σε τέτοιο βαθμό που, από τη στιγμή που το φοράνε (είπαμε, σαν ρούχο), ό,τι τους συμβαίνει, ό,τι κάνουν, ό,τι συναντούν, ό,τι βλέπουν το περνάνε μέσα από αυτό το φίλτρο. «Το ξέρω, είμαι ανικανοποίητος». Και αυτή η παραδοχή συνοδεύεται και από ένα συναίσθημα θλίψης. Από μία συμπεριφορά παραίτησης. Από μία επίμονη, σταθερή, συμπαγή αίσθηση χαμηλής αυταξίας.
Σκέφτομαι ότι ένας άνθρωπος που έχει ζήσει για πολλά χρόνια σε ένα περιβάλλον όπου τα δώρα σπάνιζαν, λογικό είναι να έχει προσανατολιστεί στην αναζήτησή τους. Λογικό είναι να περνά μεγάλο μέρος της μέρας του αναζητώντας τα δώρα που και αυτός –όπως όλα τα ζωντανά πλάσματα- έχει ανάγκη. Λογικό είναι να λαχταρά και αυτός αυτά που βλέπει, ακούει, παρατηρεί τριγύρω του, άλλοι να απολαμβάνουν χωρίς απαραίτητα μεγάλο κόπο. Ίσως και χωρίς καθόλου κόπο. Και όταν μετά από προσπάθεια, επιτέλους ένα μικρό δώρο, μία αναγνώριση, μία φιλοφρόνηση του δοθεί, αυτή η παροχή να του καθορίζει και τον τρόπο που θα πρέπει να ακολουθήσει για να την ξαναπάρει. Ως ανταμοιβή. Ως ανταπόκριση σε μία δική του προσπάθεια. Ως βραβείο για κάτι που πέτυχε.
Εύκολα μπορεί κάποιος να καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι για να πάρει αυτό που τόσο ζητά, αυτό που τόσο έχει ανάγκη θα πρέπει να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο. Θα πρέπει να πετύχει κάτι, να προσπαθήσει και γι αυτή του την προσπάθεια να ανταμειφθεί. Να ακούσει το πολυπόθητο «Μπράβο».
Παράλληλα, αναρωτιέμαι. Πόσα δώρα θα μπορούσε ή θα έπρεπε να κάνει κάποιος στον εαυτό του, όταν και αν του αναγνώριζε ο ίδιος –ναι, αυτός ο ίδιος, στον εαυτό του- αυτή την ανάγκη του; Όταν η ανάγκη του για δώρα, για χαρές, για επιβράβευση θα μπορούσε να αναγνωριστεί από τον ίδιο και να ικανοποιηθεί από τον ίδιο, πόσο διαφορετικό άραγε θα ήταν;
Θα ήταν;
Ο άνθρωπος, καθώς μεγαλώνει, μαθαίνει ότι έχει ανάγκες και μαθαίνει ποιες ανάγκες έχει. Μαθαίνει επίσης ότι για να ζήσει καλά, για να είναι ισορροπημένος, για να είναι ικανοποιημένος και να έχει ένα αίσθημα πληρότητας, πρέπει αυτές οι ανάγκες του να ικανοποιούνται. Από τότε που ήταν πολύ μικρός και όταν διψούσε φώναζε: «Μαμά, νερό!» έως και σήμερα στην ενήλικη ζωή του, οι ανάγκες παραμένουν ανάγκες που πρέπει να ικανοποιούνται. Η διαφορά είναι, ίσως, στο ποιος θα τις ικανοποιεί κάθε φορά: Η μαμά, όπως στα μικρά παιδιά που τρέχει να δώσει νερό στο παιδί της ή ο ίδιος που όταν διψάει κατευθύνεται προς τη βρύση και παίρνει μόνος του νερό;
ΟΚ, στην ενήλικη ζωή, νερό μπορείς να πιεις και μόνος σου.
Και πότε όμως θα ξέρεις ότι δίψασες; Ποιο θα ήταν το σημάδι αυτό, που μεταφράζοντάς το, θα καταλάβαινες ότι ο οργανισμός σου διψά; Ότι οι ανάγκες σου δεν ικανοποιούνται; Ότι κάποιες ανάγκες σου έχουν, άθελά σου, παραμεληθεί και πρέπει εσύ ο ίδιος να σηκωθείς και να πας προς τη βρύση;
Ίσως όταν νιώθεις ανικανοποίητος. Ίσως όταν νιώθεις ότι τίποτα δεν σου φτάνει. Ίσως όταν είσαι έτοιμος να κουκουλωθείς στο κρεβάτι σου και να κλάψεις, καθώς σκέφτεσαι: «εγώ στη ζωή μου δεν έχω ακούσει ούτε ένα μπράβο»; Ίσως… Και ίσως καλό θα ήταν να μην περιμένεις να το ακούσεις ούτε αυτό. Ίσως, ακόμα και να μπορούσες, όπως και με τη δίψα, να μην περιμένεις να διψάσεις, αλλά να φροντίζεις εσύ ο ίδιος για την τακτική παροχή του οργανισμού σου με «νερό».